εκχείλιση

εκχείλιση
[-ις (-εως)] η переполнение (тж. перен. ); переливание через край; выход из берегов, разлив (реки)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εκχείλιση" в других словарях:

  • εκχείλιση — η 1. ξεχείλισμα, πλημμύρισμα 2. γέμισμα ώς τα χείλη …   Dictionary of Greek

  • παρέκχυσις — εως, ἡ, ΜΑ [παρεκχέω] 1. (για ποτάμια) εκχείλιση, πλημμύρα 2. (για υγρά) διαπίδηση («αἱ παρεκχύσεις τοῡ αἵματος», Γαλ.) αρχ. (για χυμούς) έκχυση …   Dictionary of Greek

  • υπερεκχείλιση — η, Ν υπέρμετρο ξεχείλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + εκχείλιση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερεκχείλισις, μαρτυρείται από το 1869 στον Αν. Γούδα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»